ξαναδοκιμάζω

ξαναδοκιμάζω
1. επαναλαμβάνω τη δοκιμή, δοκιμάζω πάλι, επιχειρώ και πάλι
2. γεύομαι ξανά («ξαναδοκίμασε το φαγητό μήπως σού αρέσει»)
3. υποβάλλω πάλι σε δοκιμασία κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπειρώμαι — ( άομαι) (Α ἀναπειρῶμαι) επιχειρώ εκ νέου, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ αρχ. 1. κάνω δοκιμή σε κάτι, εξετάζω, δοκιμάζω 2. (ως ναυτ. όρος) κάνω γυμνάσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πειρῶμαι «δοκιμάζω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάπειρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”